Τα θΕΛΩ του κυνηγετικού μου αύριο...

Του Νίκου Βασάλου

Τα θΕΛΩ του κυνηγετικού μου αύριο...

Κοιτώντας πίσω στα χρόνια, ως γνωστό, ο άνθρωπος συνέλεγε τη τροφή του από τη φύση και το κυνήγι ήταν ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης πρωτεΐνης. Ο κυνηγός σε αυτές τις κοινωνίες δεν ήταν ένας απλός κρίκος της αλυσίδας. Ήταν ένας κομβικός ρόλος, ο οποίος υπηρετούνταν, αυστηρά, από τους ικανότερους άνδρες που εξασφάλιζαν την ευημερία μιάς ολόκληρης κοινότητας. Τα χρόνια περνούσαν και ο μύθος, το δέος, το κύρος και η αποδοχή στο πρόσωπο του καλού κυνηγού, από το σύνολο, προσέφερε αίγλη στα αρσενικά. Έγινε τίτλος τιμής, ο οποίος προκαλούσε, θαυμασμό και υστεροφημία. Κυλώντας ο χρόνος και στα τελειώματα του 18ου αιώνα, στη καλλιμάρμαρη πρωτεύουσα των Κυκλάδων Σύρο, το 1893 συγκεκριμένα, η ίδρυση του πρώτου κυνηγετικού συλλόγου στον ελλαδικό χώρο, αποθέωσε κυριολεκτικά τον κυνηγό και το κυνήγι.

Το καταστατικό ίδρυσις του, επέβαλε τα μέλη του Δ.Σ. να προέρχονται από «μεγάλα τζάκια» και οι φωτογραφίες της εποχής, τους αποθανατίζουν δίπλα στην ελίτ της νησιωτικής κοινωνίας. Επιφανή άτομα, με μεγάλη οικονομική δύναμη κοσμούσαν τις σελίδες του μητρώου μελών. Ρεντικότες, ημίψηλα, σκαρπίνια και παπιγιόν, αναμεμιγμένα με μονόκαννα και δίκαννα εμπροσθογεμή. Σκυλιά αμφιβόλου φυλής, ποζάριζαν δίπλα στα περίφημα συριανά μπρακ σε φωτογραφικά ενσταντανέ με ακορντεόν και κιθάρες, σε κυνηγετικά γλέντια στις εξοχές.

Η νεότερη ιστορία γραφόταν, καθώς το κυνήγι άνοιξε την αγκαλιά του στα λαϊκά στρώματα και οι άλλοτε παραγιοί απέκτησαν πλέον το δικό τους τουφέκι, το δικό τους σκυλί, το δικό τους καρτέρι, το δικό τους μητρώο στο βιβλίο μελών του ένδοξου συλλόγου τους. Τη δική τους υπόσταση. Η εξέλιξη άλλαξε λίγο τα πράγματα και οι κυνηγετικοί σύλλογοι από ελίτ όμιλοι, έγιναν για όλους πλέον και “συνδικαλιστικά” όργανα. Απέκτησαν δομή και στόχος τους πλεόν γίνεται η προώθηση των ζητουμένων των κυνηγών, η προάσπιση των δικαιωμάτων τους, η θέσπιση υποχρεώσεων, καθώς και η προβολή του έργου που επιτελούσαν στην ελληνική ύπαιθρο.

Ο θηρευτής είχε σταματήσει εδώ και καιρό πολύ να ασκεί την θήρα αποκλειστικά και μόνο για τροφοληψία. Τι είναι όμως αυτό που εδώ και χρόνια τον ξυπνάει από τα μαύρα χαράματα; Τι τον κάνει να σπαταλά τόσα χρήματα για ρούχα, παπούτσια, όπλα, φυσίγγια, σκυλιά, αυτοκίνητα και τόσο άλλο εξοπλισμό; Να ξενιτεύεται και να απουσιάζει από σπίτι και οικογένεια; Τι είναι αυτό που την κούραση, τα άγχη και τις έγνοιες διώχνει από το νου, μόλις το κινητό χτυπήσει και ο φίλος ρωτήσει “έτοιμος φύγαμε”; Από πού έρχεται πες μου, που πάει και τι αποζητά; Η απορία μεγαλώνει όταν συναντά κανείς τέτοιους, περίεργους ανθρώπους, που δεν κατάγονται από κυνηγετικές οικογένειες, αλλά μέσα τους καίει η φλόγα του κυνηγού… όπως εγώ. Καλά οι άλλοι μεγάλωσαν με δαύτο... εγώ… εσύ… και όλοι όσοι μας στη φαμίλια δεν το 'χαμε, πώς μπολιαστήκαμε; Τι μας ξέκοψε από δρόμους άλλους και σε τούτη τη στράτα μας έσυρε;

Μαγεύομαι ακόμη τόσο από τη διαδικασία της προηγούμενης μέρας. Ύστερα από τόσες δεκαετίες, ακόμη προσμονώ να ρθει η νυχτιά που θα ξημερώσει την πρώτη μέρα της σεζόν. Λαχταρώ και ζω σαν παιδί, την προετοιμασία των ρούχων που θα μπουν στη σειρά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, για να μη ξυπνήσω αξημέρωτα την οικογένεια. Τον έλεγχο του όπλου και των φυσιγγίων, τα οποία μπορεί να είναι γεμάτα σκάγια, αλλά και ερωτηματικά για το αποτέλεσμα της κάρπωσης. Ο καφές και το κολατσιό που έρχονται τελευταία να σφραγίσουν το ντορβά μου, αλλά θα μου δώσουν τη πρώτη απόλαυση της νέας μέρας, καθώς γίνομαι μάρτυρας του μεγαλείου της ανατολής. Αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του ζωντανέματος της πλάσης!

Εκείνη τη στιγμή θα κάνω το σταυρό μου… Είναι η απτή απόδειξη του γεγονότος, ότι ο Μεγαλοδύναμος χρειάστηκε να ξεκουραστεί την έβδομη ημέρα της δημιουργίας. Τόσο μεγαλειώδες ήταν αυτό που είχε φτιάξει. Εκεί, χαμένος στο μεγαλείο που δημιούργησε, θα πιάσω τη κουβέντα μαζί του. Θα του πω τα πιο μεγάλα μου μυστικά, τους φόβους μου και τις ανησυχίες, ξέρω πως θα με ακούσει. Θα με καταλάβει, θα μου δώσει δύναμη να συνεχίσω τον αγώνα της ζωής μου και θα με συγχωρέσει για τα λάθη μου. Όποιος παίρνει στη ζωή έχει μάθει και να δίνει. Από το κυνήγι παίρνω πολλά. Απλά, μεγάλα, ταπεινά, μα όλα ιδιαίτερα και μοναδικά. Γεμίζω τα πνευμόνια μου με καθαρό οξυγόνο. Ρουφάω αχόρταγα το ζεστό μου αφέψημα τις κρύες νύχτες του χειμώνα, που μοναχός μου μάζεψα από εκεί έξω. Έρχομαι πιο κοντά με τα παιδιά μου, όταν με ακολουθούν σαν μαθητές στις εξόδους μου και μου χαρίζουν την ικανοποίηση που μόνο ένας μύστης μπορεί να νιώσει.

Ρίχνω τους χτύπους της καρδιάς μου καθώς παρατηρώ το πρώτο φως να γράφει στον ορίζοντα τις βουνοκορφές. Γεύομαι τη βροχή και το χώμα στα καταπράσινα φύλλα από τα χόρτα του βουνού. Γελάω με τη ψυχή μου και κερδίζω χρόνια γύρω από το τραπέζι παρέα με την οικογένειά μου και με φίλους, καθώς τιμώ τα θηράματα που η Άρτεμις μου επέτρεψε να πάρω μαζί μου. Βγάζω από μέσα μου τις τοξίνες της σύγχρονης ζωής, όταν ιδρώνω στο κατόπι της πέρδικας μέσα στο λιοπύρι και δεν αφήνω τις κλειδώσεις μου να σκουριάζουν καθισμένος πίσω από ένα γραφείο, ή ξαπλωμένος στο καναπέ χαζεύοντας μια οθόνη κινητού, ή ταμπλετ κοιτώντας φωτογραφίες από τοπία, δάση, κορφές και γκρεμνούς προσπαθώντας να ζήσω κάτι από τη φύση!

Τα ζω… τα βλέπω… τα περπατώ. Μαθαίνοντας τα στράτα τη στράτα, δέντρο το δέντρο, λιθάρι το λιθάρι. Τα ζω και τα ζουν και τα παιδιά μου μα συνάμα βλέπω την κάθε τους αλλαγή τους, την κάθε παρέμβαση. Μυαλό, μάτια κι αυτιά δουλεύουν ασταμάτητα και συντονισμένα στην αναζήτηση του θηράματος και βρίσκω τρόπους να συνεννοηθώ με το τετράποδο σύντροφό μου και ομάδα να γίνουμε, διόλου εύκολο όπως εκ πρώτης δείχνει, όντας οι δυο μας από άλλη ράτσα. Και σαν φανώ αντάξιος του και το θήραμα καταφέρω, τα φτερά του στρώνω και σκέπτομαι, χωρίς το σαράκι τούτο το πρωινό σήμερα απ' όλα τούτα θα ζούσα τι;

Μα για να χω να παίρνω έμαθα τον εαυτό μου και κείνος λίγα να προσφέρει. Δίνω το υστέρημα μου, συμβολή στο κρατικό κορβανά, χωρίς να ρωτώ τι τρύπες έκλεισαν, ποιοί τα πήραν, αν τόπο έπιασαν... Χρόνο από τη προσωπική και οικογενειακή ζωή μου, για να κουβαλήσω τροφή και νερό στα κακοτράχαλα. Ελάχιστη συνδρομή στο θήραμα τη στιγμή που το βλέπω πως το έχει ανάγκη. Ρίχνομαι μέσα στη φωτιά, για να προστατέψω αυτό που θα μου επιτρέψει να κυνηγήσω και να αναπνεύσω αύριο… τη φύση, χωρίς εξοπλισμό, χωρίς επιδότηση, χωρίς αυτόγραφα και μπράβο, μόνο για αυτήν και για μένα. Για όσα πέρασα στην αγκαλιά της και όσα λαχταρώ να περάσω!

Όμως το ξέρω, δεν φτάνω μόνο εγώ! Πληρώνω μόνος μου αυτούς που θα φυλάξουν την άγρια ζωή από εκείνους που δεν τη σέβονται την ώρα που κοιμάμαι και αποτρέπω άλλους τόσους να σφετεριστούν το περιβάλλον, όσο είμαι ξύπνιος και ελεύθερος να τριγυρίζω στα βουνά. Η έννομη και με σεβασμό θήρα που ασκώ, ρυθμίζει τους υπερπληθυσμούς και αποτρέπει την εξάπλωση ασθενειών, καθώς και τις ζημιές από την ανεξέλεγκτη βοσκή. Δίνω ζωή σε απομακρυσμένα χωριουδάκια της ελληνικής επικράτειας και ενισχύω τη τοπική οικονομία σε νεκρές περιόδους. Επιστήμονες με το δικό μου κυνηγοτέφτερο το ΑΡΤΕΜΙΣ, φροντίζουν να γνωρίζουν την θηραματική κατάσταση ανά την επικράτεια και να επεμβαίνουν με μελέτες, προτάσεις, απελευθερώσεις, εμπλουτισμούς, βελτιώσεις βιοτόπων και σπορές!

Από όσα βλέπω τελικά πριν βγω να πάρω έχω και γω δώσει. Χαρούμενος θα έπρεπε να μαι, μα νιώθω πικραμένος. Όταν διαπιστώνω ότι κάποιοι βρήκαν τον τρόπο και βγάζουν χρήματα ανοίγοντας πόλεμο μαζί μου, ελέω του δικού μου ωχαδερφισμού γι’ αυτό που αγαπώ τόσο πολύ. Ήρθαν μετά από εμένα εκεί έξω, έτσι τουλάχιστον λένε, πως ήρθαν,αν κι εγώ δεν τους είδα ποτέ και απαιτούν να κλειστώ εγώ μέσα. Κάνω κακό τάχα στη φύση και την άγρια ζωή. Μπόρεσαν και αποκαθήλωσαν το κάδρο μου από το πάνθεον της ελληνικής υπαίθρου. Τους το επέτρεψα. Επέτρεψα να με απομυθοποιήσουν...

Ο καλός κυνηγός που έσωσε τη κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της από τον κακό λύκο, έγινε βάρος του δάσους… μίασμα. Τον έβγαλαν κι από το παραμύθι έξω. Υστερόβουλα ονειροπόλος, κλέφτης των καρπών της φύσης και δεινός, ανηλεής εκτελεστής… δολοφόνος! Ποιός... εγώ; Και ύστερα απ’ όλα αυτά που κάνω είμαι…κακός.

Σκεπτόμενος όλα αυτά, μου ΄ρχεται να φωνάξω: “Θέλω να εξελιχθώ. Δεν θέλω και δε μπορώ να μένω πίσω. Θέλω να κρατήσω τη ταυτότητα της παράδοσής μου, θωρακισμένη με νόμους που ακολουθούν την εποχή που ζω”. Αυτό όμως που μου έχει απομείνει, είναι τα όνειρα κι οι ελπίδες. Ονειρεύομαι κάποια στιγμή, το κράτος να με ακούσει και να με συγκαταλέξει ως μέρος της αλυσίδας της υπαίθρου, τίποτα λιγότερο από αυτό που είμαι. Ελπίζω πάντα να μένει χώρος και για μένα ανάμεσα σε τόσους κοινούς χρήστες της ίδιας γης, με σύνορο τον αλληλοσεβασμό και τη κατανόηση. Ονειρεύομαι πολλές κυνηγετικές γιορτές ανά την Ελλάδα, να ανταμώνουμε όλοι μαζί, να ανταλλάζουμε ήθη και έθιμα των τόπων μας. Να ζήσω τη στιγμή που οι δικοί μου οι Ταγοί, θα βάλουν στη θέση τους όλους αυτούς που τώρα με πολεμάνε. Να καμαρώνω για όσα μικρά ή μεγάλα προσφέρω και να χω θέση, όπως άλλοτε στην χώρα μας στον κοινωνικό της ιστό, αποδεχτό και σεβαστό.

Ελπίζω να υπάρξει ένα νομικό πλαίσιο για να προστατέψει το κυνήγι και να μη παλεύω ή αγωνιώ κάθε χρόνο για τα αυτονόητα. Ονειρεύομαι ένα σύλλογο που πριν δώσει άδεια για πρώτη φορά στο παιδί μου, θα έχει φροντίσει να του δείξει ποιά είναι η σωστή κατεύθυνση στο μεγάλο σταυροδρόμι της υπαίθρου… πριν κάνει λάθος. Που τον τρόπο θα βρει να του μάθει το τουφέκι με ασφάλεια να χειρίζεται, να κρατά και να μεταφέρει. Σύλλογος, που για μένα σημαίνει κυνηγετική κοινότητα, σύμπνοια, αγώνας, εκπροσώπηση, δύναμη. Σύλλογος όχι ΑΤΜ, ούτε παράβολο. Ονειρεύομαι γεμάτες αίθουσες γενικών συνελεύσεων και να δίνω βροντερό παρών για το κυνήγι που αγαπώ, ιδέες και λίγο από τον ιδρώτα μου.

Ονειρεύομαι να δω το κάδρο του καλού κυνηγού, να κρέμεται ξανά εκεί που ήταν… στη κορυφή. Το αν γυρίσω σπίτι με θηράματα, ή όχι διόλου με ανησυχεί, αφού έχω πάρει μαζί μου τόσες εικόνες, τόσες μυρουδιές, τόσα μαθήματα ζωής, τόσες ανάσες, τόσες θύμισες.

Εγώ… ο απλός κυνηγός.

ΚατηγορίαΑΠΟΨΕΙΣ
Print
Back To Top