Τυχαία συνάντηση με απρόσμενο δώρο για το Νίκο Σινάπαλο που παραμένει στα φτερωτά...
Η λήξη της κυνηγετικής περιόδου συνέπεσε με τη συμπλήρωση μιας δεκαετίας, από τότε που άρχισε η οικονομική κρίση. Στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων καμία κατηγορία κυνηγών δεν δήλωσε ικανοποιημένη από την παρουσία θηραμάτων, όσο οι κυνηγοί αγριόχοιρων. Προφανώς είναι οι μόνοι κυνηγοί που το γνωστό “κάθε πέρυσι και καλύτερα” δεν θα το πουν ποτέ...
Διαφωνώ με όσους επιμένουν πως το κυνήγι αγριόχοιρου προσφέρει την μεγαλύτερη απόλαυση, αφού κάθε θήραμα προκαλεί ιδιαίτερες συγκινήσεις και κάθε τρόπος κυνηγιού έχει την δική του ξεχωριστή ομορφιά. Συμφωνώ όμως ότι προσφέρει εγγυημένη απόδοση με χαμηλό κόστος. Τόσο από στατιστικά όσο και από ιστορικά αρχεία, προκύπτει ότι ανέκαθεν ο αγριόχοιρος σαν θήραμα αφορούσε κυρίως λαούς της ανατολικής και νότιας Ευρώπης.
Στις χώρες αυτές, πάντα οι κυνηγοί του τριχωτού θηράματος υπερτερούσαν αριθμητικά, και ειδικά αυτοί του αγριόχοιρου αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ όλων των υπολοίπων. Τα ίδια στοιχεία αναφέρουν πως από την άλλη πλευρά της γηραιάς ηπείρου, οι περισσότεροι θιασώτες του είδους είναι κυρίως Γάλλοι και Ισπανοί, χωρίς όμως εκεί να έχουν καταγράψει ποτέ παρόμοια μεγάλη ποσοστιαία διαφορά.
Ως και την δεκαετία του 90 με την πτώση του ανατολικού μπλοκ, οι συνθήκες ελεύθερου κυνηγιού αλλά και βιοτικού επιπέδου μεταξύ των λαών της τότε μοιρασμένης Ευρώπης παρουσίαζαν χαοτικές διαφορές. Τρεις περίπου δεκαετίες μετά, παρά το γεγονός ότι οι “αποστάσεις” έχουν μειωθεί πολύ, οι ίδιες κυνηγετικές επιλογές παραμένουν κυρίαρχες. Μέχρι σήμερα, ιδίως ανάμεσα στα Βαλκανικά κράτη, οι συνάδελφοι που προτιμούν τα φτερωτά θηράματα συνεχίζουν να αποτελούν την απόλυτη μειοψηφία.
Το «κάθε πέρυσι και καλύτερα», οι γουρουνάδες μάλλον δεν θα το πουν ποτέ...
Για το διάστημα της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου, από στατιστικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά του χώρου, βλέπουμε πως οι Έλληνες κυνηγοί του αγριόχοιρου τότε κατείχαν ποσοστά κυμαινόμενα μεταξύ 5,4 και 7%, ενώ συνολικά για τα τριχωτά το ποσοστό αυτό έφτανε το 12%. Στο διάστημα εκείνο οι περισσότεροι γουρουνοκυνηγοί του Ελλαδικού χώρου εντοπίζονταν κυρίως σε Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη. Βλέπουμε επίσης ότι ακόμα και στην διάρκεια της “χρυσής εποχής”, όταν οι άδειες στη χώρα μας ξεπέρασαν ακόμα και τις 230 χιλιάδες, τα ποσοστά αυτά δεν άλλαξαν σε πολύ σημαντικό βαθμό.
Η ουσιαστική μεταβολή άρχισε να εμφανίζεται στα τέλη του αιώνα, για να καταλήξει ως θεαματική στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Είναι όμως ολοφάνερο πως δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι μεταγραφές προς τους γουρουνάδες συνεχίζονται αθρόες και σίγουρα η κορύφωση αυτής της αλλαγής φαίνεται πως θα αργήσει πολύ ακόμη. Παράλληλα, άρχισαν να καταγράφονται αρκετά σημαντικές διαφοροποιήσεις στο θηραματικό χάρτη από διάφορες κατηγορίες κυνηγών που άλλαζαν “στρατόπεδο”...
Οι αλυσιδωτές απαγορεύσεις και οι τοπικοί περιορισμοί στους υδροβιότοπους, ήταν σίγουρα μία από τις βασικότερες αιτίες που οδήγησαν σε απόλυτη συρρίκνωση το ποσοστό των βαλτοκυνηγών. Ταυτόχρονα η παρατεταμένη οικονομική κρίση ανάγκασε πολλούς από τους κυνηγούς έρευνας να εγκαταλείψουν τις επιλογές τους και να στραφούν κυρίως προς το κυνήγι καρτεριού. Όλες αυτές οι αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθούν σε αφάνταστο βαθμό κάποιες κατηγορίες κυνηγών και σήμερα να παραμένουν ως οι μόνες κυρίαρχες.
Γουρουνοκυνηγοί και τσιχλοκυνηγοί συναγωνίζονται για τα “πρωτεία” και με το μέλλον να προδιαγράφεται γκριζομαύρο δεν μπορώ να φανταστώ πως αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει σύντομα.
Ο μπεκατσάς ή ο περδικάρης που κατέληξε κοντινός καρτερατζής επειδή δεν μπορεί πλέον να διατηρεί κυνηγόσκυλα, αλλά και να καλύπτει τα έξοδα για απανωτά μεσαία και μακρινά ταξίδια, έστω και με αλλαγή τρόπου κυνηγιού και θηράματος, πάλι στα πουλιά παρέμεινε.
Το μεγαλύτερο σε όγκο θήραμα, προϋποθέτει και το πλέον επικίνδυνο τρόπο κυνηγιού.
Το άκρως εντυπωσιακό αυτής της υπόθεσης όμως είναι η μεταπήδηση πολύ μεγάλου αριθμού συναδέλφων από το φτερωτό θήραμα στο τριχωτό, ιδιαίτερα στον αγριόχοιρο. Στην διάρκεια της τελευταίας 5ετίας, έχω να απαριθμήσω ίσως και περισσότερες από τρεις δεκάδες κυνηγών, γνωστών και φίλων που άλλαξαν επιλογές. Αντίθετα δεν γνωρίζω ούτε έναν που να εγκατέλειψε τον αγριόχοιρο και να επανήλθε για κυνήγι στους χαλιάδες, στα ντούσκα και στα καμποχώραφα. Ειδικά για μερικούς από αυτούς, ανθρώπους κυρίως μεσήλικες, που κυνήγησα μαζί τους πολλές φορές και διαπίστωσα το πάθος, τις ικανότητες και την εμπειρία τόσο των ίδιων, όσο και των σκυλιών τους σε κυνήγια έρευνας, μου φαινόταν αδιανόητη αυτή η αλλαγή. Το γεγονός της ομαδικής μετακίνησης από την μία με εντυπωσίαζε, από την άλλη όμως με γέμιζε ερωτηματικά. Συνομιλώντας με πολλούς πήρα τις απαντήσεις που ζητούσα. Ο βασικότερος λόγος ήταν καθαρά «λογιστικός», είχε δηλαδή να κάνει με κέρδη, ζημιές, έσοδα και έξοδα. Να πως μου δικαιολόγησαν σχεδόν συνολικά την απόφασή τους, αφού λίγο πολύ οι περισσότεροι τα ίδια είπαν.
Μετακινήσεις
Μειώθηκαν σημαντικά σε αριθμό και σε χιλιόμετρα, οπότε και τα έξοδα ουσιαστικά μηδενίστηκαν. Ο περιορισμός κυνηγιού σε Τετάρτη Σαββατοκύριακο λειτούργησε ευεργετικά για την τσέπη όλων. Ακόμη και όταν η ομάδα είναι πλήρης, οι μετακινήσεις γίνονται το πολύ με 3-4 αυτοκίνητα και σε σχετικά κοντινές αποστάσεις. Για το μεγαλύτερο πρόβλημα που ήταν το οικονομικό βρέθηκε λύση.
Διαμονή και φαγητό
Τα έξοδα για διαμονή και φαγητό πήραν οριστική διαγραφή. Στο παρελθόν πολλοί κυνηγοί ήταν αναγκασμένοι να φεύγουν για κυνήγι εκτός τόπου διαμονής, συχνά εκτός ορίων περιφέρειας, αλλά και ακόμη μακρύτερα. Είτε για ορτύκια και τρυγόνια, είτε για μπεκάτσες, φάσσες, πέρδικες και υδρόβια, το οικονομικό κόστος στέγης και σίτισης είχε εξελιχθεί σε μόνιμα αξεπέραστο εμπόδιο.
Εγγυημένη απόδοση με χαμηλό κόστος... Πολύ και ποιοτικό το κρέας, συχνές οι επιτυχίες και η μοιρασιά στα ίσια για όλους.
Φυσίγγια και εξοπλισμός
Σαν κυνηγοί φτερωτών ήθελαν κατά μέσο όρο και ανά κατηγορία περίπου 200-600 τουλάχιστον φυσίγγια ετησίως, χωρίς βέβαια να υπολογίζονται σε αυτό τον αριθμό οι τσιχλάδες. Οι περισσότερο σπάταλοι ήταν όσοι πήγαιναν σε τρυγόνι, ορτύκι, φάσσα και υδρόβια. Το κέρδος βέβαια δεν είναι τεράστιο, δεν παύει όμως να θεωρείται σημαντικό. Τώρα με 2-3 κουτιά των 10 είναι πλήρεις και είναι ζήτημα το πότε θα καταναλωθούν.
Έλλειψη θηραμάτων
Εκτός όλων των άλλων, δύο επιπλέον σοβαροί λόγοι που οδήγησαν πολλούς στην μεταγραφή, ήταν οι συνεχώς αυξανόμενες γενικές και τοπικές απαγορεύσεις κυνηγότοπων, σε συνδυασμό με την ολοένα και εντονότερη θηραματική φτώχεια που αρκετά συχνά συναντούσαν οι περισσότεροι σε πολλές περιοχές της χώρας. Με τους αγριόχοιρους τέτοια προβλήματα δεν υφίστανται και ειδικά με την διαρκή αύξηση και εξάπλωση του πληθυσμού, είναι βέβαιο πως δεν θα προκύψουν ίσως ποτέ.
Μερτικό σε κρέας
Δίκαια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιλεγμένη σκοπιμότητα το να μην συμπεριληφθούν ανάμεσα στους λόγους, και τα οφέλη που προκύπτουν επίσης για όλους, από την σχεδόν εξασφαλισμένη ποσότητα καθαρού και ποιοτικού κρέατος. Βέβαια αρκετοί για ευνόητους λόγους θα προτιμούσαν τούτη η παράμετρος να μην αναφερθεί καθόλου, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα πρόσθετο, ίσως και το πλέον σημαντικό κίνητρο για όλους αυτούς τους συναδέλφους. Βέβαια όλα αυτά σε τίποτα δεν μειώνουν την ιδιαίτερη αξία του αγριόχοιρου ως θήραμα, κυρίως όμως την μοναδικότητά του σαν τρόπος κυνηγιού. Θηραματικά παραμένει το μεγαλύτερο σαν είδος και κυνηγετικά το επικινδυνότερο σαν διαδικασία. Πολλοί θέλησαν να γίνουν γουρουνάδες, τα κατάφεραν όμως μόνο εκείνοι που το είχαν και που έγιναν αποδεκτοί από τις ομάδες των παλαιότερων...